επικτίζω

επικτίζω
ἐπικτίζω (AM)
1. χτίζω ξανά πάνω σε προϋπάρχοντα θεμέλια («καλοῦσι δὲ παλαιὰν Ἐρέτριαν, ἡ δὲ νῦν ἐπέκτισται», Στράβ.)
Ι μσν. κτίζω ως προσθήκη ανυψώνοντας κτίσμα
αρχ.
ιδρύω, χτίζω («πόλεις ἑλληνίδας ἐπικτίζοντες ἀγρίοις ἔονεσι», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπικτίσει — ἐπικτίζω found in addition aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικτίζω found in addition fut ind mid 2nd sg ἐπικτίζω found in addition fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικτισθέντα — ἐπικτίζω found in addition aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπικτίζω found in addition aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικτίσαι — ἐπικτίζω found in addition aor inf act ἐπικτίσαῑ , ἐπικτίζω found in addition aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικτισθεῖσαν — ἐπικτίζω found in addition aor part pass fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικτισθείσης — ἐπικτίζω found in addition aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικτισθῆναι — ἐπικτίζω found in addition aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικτισθέν — ἐπικτίζω found in addition aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικτίζειν — ἐπικτίζω found in addition pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικτίζεσθαι — ἐπικτίζω found in addition pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικτίζοντας — ἐπικτίζω found in addition pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”